- πεντασταδιαῖος
- πεντα-στάδιος, u. πεντα-σταδιαῖος, fünf Stadien lang
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πεντασταδιαίος — αία, ον Α ο πενταστάδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενταστάδιος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek